
Η χρονική συγκυρία, στην οποία διεξάγεται η παρούσα ημερίδα, είναι ιδανική για την ανάδειξη του θέματός της: Πριν από λίγες ημέρες, μεταξύ 21 και 24 Σεπτεμβρίου, διεξήχθη Σύνοδος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, με κύριο αντικείμενο την αξιολόγηση της προόδου των κρατών σε σχέση με την επίτευξη των 17 στόχων βιώσιμης ανάπτυξης έως το 2030, οι οποίοι έχουν τεθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη σύνοδο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη της 25.9.2015 και είναι ευρύτερα γνωστοί ως «AGENDA 2030». Στις 16 Σεπτεμβρίου, και στην ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης το 2020, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επεσήμανε ότι η πανδημία ανέδειξε με απτό τρόπο την ανάγκη για βιώσιμη ανάπτυξη και επανέλαβε τη δέσμευση της Επιτροπής στην υλοποίηση του σχεδίου δράσης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας της 11.12.2019, στον απόηχο της οποίας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον περασμένο Δεκέμβριο έθεσε ως στρατηγικό στόχο την ανάδειξη της Ευρώπης στην πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο έως το 2050, σε ευθυγράμμιση με τη Συνθήκη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Στο πλαίσιο δε αυτό, η Πρόεδρος της Επιτροπής ανακοίνωσε ότι η Ένωση αναπροσαρμόζει τον στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 από 40% σε 55%, τον οποίο μάλιστα χαρακτήρισε διαχειρίσιμο αλλά και επιθυμητό από την ευρωπαϊκή οικονομία και βιομηχανία. Ο νέος αυτός στόχος ετέθη λόγω της διαπίστωσης ότι τα σημερινά επίπεδα κατανάλωσης πρώτων υλών, ενέργειας, νερού, τροφίμων και χρήσης γης δεν είναι βιώσιμα. Μεγάλο μέρος, άλλωστε, του νέου χρηματοδοτικού προγράμματος NextGenerationEU, ύψους 750 δις ευρώ, πρόκειται να κατευθυνθεί, σύμφωνα με την Πρόεδρο της Επιτροπής, στην πραγματοποίηση εμβληματικών έργων καινοτομίας που θα συμβάλουν στην υλοποίηση των ως άνω στόχων.
Επομένως, η συζήτηση για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Όμως τί εννοούμε σήμερα ως βιώσιμη ανάπτυξη; Είναι πια κοινός τόπος ότι πρόκειται για έννοια σύνθετη, πολυδιάστατη και διαρκώς εξελισσόμενη: Από την εισαγωγή της στην επιστήμη της δασοπονίας από τον von Carlowitz, το 1713, στον ορισμό της στη λεγόμενη «Έκθεση Brundtland» το 1987, μέχρι και το 2015, στην «AGENDA 2030», το περιεχόμενό της δεν παύει να τροφοδοτείται με νέα στοιχεία. Σήμερα, δεν περιορίζεται μόνο στα περιβαλλοντικά ζητήματα, αλλά εκτείνεται σε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, αποτελώντας εργαλείο ολοκληρωμένης προσέγγισης των δημόσιων πολιτικών, άλλως στρατηγικό στόχο, τον οποίο πρέπει να επιτυγχάνει κάθε δημόσια πολιτική.
Στη σύγχρονη εποχή, η βιώσιμη ανάπτυξη δεν αποτελεί απλώς πολιτική διακήρυξη, αλλά αποτυπώνεται και κανονιστικά ως δικαιϊκή αρχή και μάλιστα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο: στο ενωσιακό δίκαιο απαντάται στις λεγόμενες οριζόντιες ρήτρες της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες τίθενται οι απαιτήσεις που πρέπει να συνεκτιμώνται από τα όργανα της Ένωσης κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των τομεακών της πολιτικών. Ρητή, εξάλλου, κατοχύρωση της αρχής προβλέπεται και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, πολλά εθνικά συντάγματα περιέχουν αντίστοιχη, ρητή κατοχύρωση της βιώσιμης ανάπτυξης, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό, μετά την αναθεώρηση του 2001. Ειδικά στην Ελλάδα, όμως, η αναγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης σε συνταγματικής περιωπής κανόνα είχε ήδη χωρίσει από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, πρωτοπορώντας στο πεδίο των περιβαλλοντικών διαφορών είχε, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, συναγάγει από τα άρθρα 24 και 106 του Συντάγματος τη βιώσιμη ανάπτυξη ως στόχο, στον οποίο απέβλεψε ο συντακτικός νομοθέτης. Έκτοτε, το Δικαστήριο, αξιοποιώντας παράλληλα και τα ερμηνευτικά εργαλεία του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος, χρησιμοποιεί την αρχή αυτή ως βασικό κριτήριο ελέγχου των νομοθετικών και κανονιστικών επιλογών, έχει δε αντλήσει από αυτή πλήθος άλλων, όπως της πρόληψης, της προφύλαξης, της φέρουσας ικανότητας, της περιβαλλοντικής ευθύνης.
Όμως, πώς συνδέεται η βιώσιμη ανάπτυξη με τις πολιτικές και το δίκαιο ανταγωνισμού, το οποίο επίσης αποτελεί πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης; Αναμφίβολα, η ενσωμάτωση της αειφορίας σε όλες τις δημόσιες πολιτικές, σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, και η ανάπτυξη, στο πλαίσιο που οι εν λόγω πολιτικές συνθέτουν, μορφών συνεργασίας μεταξύ ανταγωνιστών προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης, έχει ως αναπόδραστη συνέπεια την ανάδυση νέων αγορών και τον δραστικό μετασχηματισμό των υφισταμένων, ιδίως κατά τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία- βασικό πυλώνα της Πράσινης Συμφωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η απάντηση στο ως άνω ερώτημα αποτελεί συνάρτηση της λειτουργίας που θα κληθεί να επιτελέσει το δίκαιο ανταγωνισμού στη διαμόρφωση της νέας εσωτερικής αγοράς. Κατά την κλασική αντίληψη, προέχουσα αποστολή του δικαίου του ανταγωνισμού είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, δηλαδή του ελεύθερου, ανόθευτου και επί ίσοις όροις ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του εάν η επίτευξη της αποστολής αυτής παρεμποδίζει την πραγμάτωση άλλων σκοπών, ακόμη και αν αυτοί έχουν συνταγματική ή υπερνομοθετική αναγωγή. Η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας και της ισότητας των πολιτών και, συγκεκριμένα, της ίσης πρόσβασής τους στα αγαθά και στις υπηρεσίες και, κατ’ επέκταση, της επί ίσοις όροις διαβίωσής τους και της καλλιέργειας της μεταξύ τους αλληλεγγύης, τότε το δίκαιο ανταγωνισμού αποκτά μια κοινωνική διάσταση και μετατρέπεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε κρίσιμη συνιστώσα της βιώσιμης ανάπτυξης, εφόσον ως οικονομία της αγοράς, την εύρυθμη λειτουργία της οποίας το δίκαιο αυτό θεραπεύει, νοείται πλέον η βιώσιμη. Υπό αυτό το πρίσμα, η βιώσιμη ανάπτυξη και το δίκαιο ανταγωνισμού συγκλίνουν.
Σήμερα, η νέα προσέγγιση της έννοιας του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού περιλαμβάνει την ενσωμάτωση παραμέτρων περιβαλλοντικών και κοινωνικών, πέραν των αμιγώς οικονομικών, καθώς και των προϋποθέσεων πραγματοποίησης της ενσωμάτωσης. Το ζήτημα αυτό είναι, με λίγη δόση υπερβολής, «υπαρξιακό» για το δίκαιο ανταγωνισμού, διότι συνδέεται με πιθανή την αλλαγή παραδείγματος, αφού συνεπάγεται μεθοδολογικές και εννοιολογικές προσαρμογές και μετατοπίσεις ως προς την ερμηνεία των σχετικών ενωσιακών κανόνων δικαίου, καθώς και αναθεώρηση του ρόλου των αρχών ανταγωνισμού.
Οι προβληματισμοί αυτοί θα αναδειχθούν στη σημερινή εκδήλωση. Χαιρετίζω την πρωτοβουλία αυτή της Επιτροπής Ανταγωνισμού και εύχομαι κάθε επιτυχία στις εργασίες της.