
Πολύχρονος και πολυαίμακτος υπήρξε ο αγώνας της Κρήτης για την ελευθερία. Παράτολμος, παράφορος, αυτοθυσιαστικός.
Με όπλα λιγοστά, σπαθόβεργες, ραβδιά, σφεντόνες, στην αρχή. Με τα χίλια διακόσια τουφέκια που μέτρησαν ανάμεσά τους οι εξεγερμένοι στην ανοιχτή συνέλευση στην Παναγία τη Θυμιανή των Σφακίων, τα οκτακόσια από τους σκληροτράχηλους Σφακιανούς, και τα υπόλοιπα από τους Ριζίτες της δυτικής Κρήτης. Με όσα κατάφεραν να συγκεντρώσουν, κατόπιν συνεχών εκκλήσεων προς τη Γενική Διοίκηση – κι αυτά ελάχιστα, αν αναλογιστεί κανείς τις ανάγκες μιας δεκαετούς επανάστασης. Κοντά χίλια τουφέκια σταλμένα από τον ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη, μπαρούτι και φυσέκια από τις Σπέτσες, λάφυρα που αποσπούσαν από τους καλά οπλισμένους Τούρκους. «Απροετοίμαστοι και εγκαταλελειμμένοι εις μόνους εαυτούς εισήλθον εις τον αγώνα…», γράφει ο απομνημονευματογράφος της Επανάστασης Καλλίνικος Κριτοβουλίδης.
Κι όμως, μ’ αυτά τα λίγα πολέμησαν γενναία. Και τα αβγάτισαν. Και παρά τις ματαιώσεις, τις διαψεύσεις, την πικρή απογοήτευση όταν, μετά από δέκα χρόνια αγώνα και αμέτρητες θυσίες, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου θ’ αφήσει την Κρήτη εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, οι Κρητικοί συνέχισαν να εξεγείρονται ανά διαστήματα, σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ως την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα το 1913. Και με τα παλιά μπαρουτοκαπνισμένα όπλα, λειασμένα από το χέρι των παππούδων τους και λεκιασμένα από το αίμα τους, θα πολεμήσουν αργότερα, στη μάχη της Κρήτης, στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής.
«Μεταξύ ημών και των τυράννων της πατρίδος μας, το πυρ και ο σίδηρος είναι τα μόνα μέσα της διαλλαγής και τίποτε άλλο» διαβάζουμε στον όρκο των Φιλικών. Τα όπλα είναι το ύστατο μέσο διεκδίκησης της ελευθερίας· φυλάσσονται και κληροδοτούνται στους απογόνους ως σύμβολα τιμής, αξιοπρέπειας, πολεμικής αρετής, ως φορείς ιδεών και συναισθημάτων, ως ιερά κειμήλια. Αυτήν ακριβώς τη διάσταση της ιερότητας αναδεικνύει η εξαιρετικά πλούσια συλλογή του Ευτύχη Τζιρτζιλάκη, που εκτίθεται στον Δήμο Μαλεβιζίου, μια συλλογή συγκροτημένη με πάθος, επιμέλεια και προσπάθεια δεκαετιών. Δεν αναρριπίζει αορίστως τη συγκίνηση και την εθνική περηφάνια του θεατή· βαθαίνει τη σχέση του με το παρελθόν του και τον καθιστά συμμέτοχο στο ήθος εκείνων των ανθρώπων που τίμησαν τ’ άρματά τους ανοίγοντας μ’ αυτά τον δρόμο για ν’ αναδυθεί, ελεύθερη, η πολυφίλητη Κρήτη.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Κατερίνα Σακελλαροπούλου