


Η τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου συμμετείχε σε συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, που διοργάνωσε η διαΝΕΟσις στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε η Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις Φαίη Μακαντάση, συμμετείχαν ο Γιώργος Γεραπετρίτης, Υπουργός Εξωτερικών και Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ομ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και ο Γιώργος Δελλής, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Η κυρία Σακελλαροπούλου, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις της Φαίης Μακαντάση, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι το Σύνταγμα του 1975 έχει αποδειχθεί ανθεκτικό και λειτουργικό σε κρίσιμες περιόδους της ελληνικής δημοκρατίας και ότι η ανάγκη για αναθεώρηση θα πρέπει να προκύπτει μετά από ώριμο προβληματισμό. Επισήμανε ότι όσο πιο λεπτομερές είναι ένα Σύνταγμα, όπως είναι το ελληνικό, τόσο περισσότερες είναι οι δυσλειτουργίες που προκύπτουν στην πράξη και τόσο πιο έντονη γίνεται η ανάγκη για ερμηνευτική προσαρμογή ή ακόμη και θεσμική αναθεώρηση. Τόνισε, ωστόσο, ότι η πραγματική πρόκληση δεν είναι μόνο οι ασάφειες του Συντάγματος, αλλά κυρίως οι νοοτροπίες και η έλλειψη συναίνεσης στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο, με αποτέλεσμα η εφαρμογή των νόμων συχνά να υστερεί, ενώ αντίθετα η τήρηση του Συντάγματος προϋποθέτει πολιτική βούληση, συνέπεια και θεσμική ωριμότητα.
Αναφερόμενη στον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, επισήμανε ότι, μετά την αναθεώρηση του 1986, ο θεσμός απέκτησε μη εκτελεστικό και συμβολικό χαρακτήρα, με εξουσίες εξαιρετικά περιορισμένες, με αποτέλεσμα ο Έλληνας Πρόεδρος να μην αποτελεί θεσμικό αντίβαρο και να είναι ο πιο «αδύναμος» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμη και συγκριτικά με Προέδρους που επίσης δεν εκλέγονται απευθείας από τον λαό. Στο σημείο αυτό ανέφερε, ως παράδειγμα, τον Ιταλό Πρόεδρο Σέρτζιο Ματαρέλα, ο οποίος έχει πολύ περισσότερες αρμοδιότητες και από Προέδρους που εκλέγονται απ’ ευθείας. Σημείωσε πάντως ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης και παρά τις περιορισμένες, από το 1986, αρμοδιότητες, όλοι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους να ενώνουν και να εκφράζουν το σύνολο και λειτούργησαν σταθεροποιητικά και ενωτικά, χωρίς να προκληθούν κρίσεις. Γι’ αυτό και η ίδια δήλωσε επιφυλακτική σε προτάσεις ενίσχυσης των προεδρικών αρμοδιοτήτων, λέγοντας ότι η αναζήτηση θεσμικών αντιβάρων στον ενισχυμένο ρόλο του Πρωθυπουργού πρέπει να γίνει με προσοχή, και όχι κατ’ ανάγκη μέσω του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε ό,τι αφορά τη Δικαιοσύνη, υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία των δικαστών και αμφισβήτησε την άποψη ότι η αργοπορία στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία πάντως αντιμετωπίζει πολυπαραγοντικό πρόβλημα, αποτελεί βασική αιτία αποτροπής των επενδύσεων. Επισήμανε ότι το ζήτημα αυτό εντοπίζεται κυρίως σε δομικές αδυναμίες του κράτους, όπως η απουσία χωροταξικού σχεδιασμού, οι συχνές αλλαγές της νομοθεσίας, η μη συμμόρφωση της Διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις, ειδικά του Συμβουλίου της Επικρατείας, και η μεγάλη ανασφάλεια δικαίου που τα φαινόμενα αυτά προκαλούν. Τόνισε επίσης την ανάγκη αποτελεσματικής λειτουργίας των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και κυρώσεων στο δικαστικό σώμα, υποστηρίζοντας ότι η ανεξαρτησία δεν πρέπει να συγχέεται με την απουσία αξιολόγησης ή λογοδοσίας.
Σε σχέση με την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, τόνισε ότι, παρά τις κατά καιρούς ατυχείς επιλογές, το πρόβλημα δεν έγκειται στο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο παρέχει στον Έλληνα δικαστή, από τη πρώτη στιγμή της σταδιοδρομίας του μέχρι και τον ανώτατο βαθμό, εξαιρετική κατοχύρωση, αλλά στην κακή χρήση των προβλεπόμενων διαδικασιών. Δήλωσε αρνητική σε προτάσεις που φτάνουν στα όρια του «κράτους των δικαστών», με δικαστές να επιλέγουν αποκλειστικά οι ίδιοι την ηγεσία τους χωρίς καμία συμμετοχή της εκτελεστικής εξουσίας και επισήμανε ότι η εμπλοκή της Βουλής ή άλλων οργάνων δεν φαίνεται να έχει αποδώσει μέχρι τώρα ουσιαστικά αποτελέσματα.
Σχετικά με την ανάγκη ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, εμφανίστηκε αρνητική, θεωρώντας ότι αυτό θα κινδύνευε να μετατραπεί σε κάποιο είδος «ανεξάρτητης αρχής» και σε πεδίο πολιτικών ισορροπιών και επιρροών. Αντί αυτού, και αναγνωρίζοντας τα προβλήματα του διάχυτου συνταγματικού ελέγχου που ισχύει στη χώρα μας, ειδικότερα δε την αναστάτωση στην κοινωνική και οικονομική ζωή που προκαλεί η κρίση ενός νόμου ως αντισυνταγματικού χρόνια μετά τη ψήφισή του και τη δημιουργία μη αναστρέψιμων καταστάσεων, πρότεινε ως πιο λειτουργική λύση την καθιέρωση συστήματος προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας.
Κλείνοντας, η τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε για ακόμη μία φορά τη σημασία της σωστής ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος, επαναλαμβάνοντας τη φράση του αείμνηστου καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη ότι «το Σύνταγμα είναι εκεί και μας περιμένει να το διαβάσουμε σωστά». Το βάρος, όπως τόνισε, ανήκει σε εμάς.